Η πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση της χώρας παρουσιάστηκε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019 σαν το στίγμα της «πράσινης» πολιτικής της νέας, τότε, κυβέρνησης.
Παρά το γεγονός ότι τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ανακοινώσει προγράμματα σταδιακής απομάκρυνσης από τον άνθρακα, τα οποία για μερικές από αυτές φτάνουν μέχρι το 2038 και παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είχε επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης που έφτανε μέχρι το 2028, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρουσίασε την άμεση απομάκρυνση από τον άνθρακα σαν την αποφασιστική επιλογή μιας κυβέρνησης που δεν σηκώνει μύγα στο… «πράσινο» σπαθί της.
Όμως οι εξελίξεις διέψευσαν το ελληνικό «πράσινο» success story.
Πρώτα γιατί σύντομα αποκαλύφθηκε ότι η απολιγνιτοποίηση προχώρησε βιαστικά, χωρίς σχέδιο αντικατάστασης του εγχώριου λιγνίτη από «πράσινες» Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Έτσι, αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν ότι ο «γκρίζος» λιγνίτης αντικαταστάθηκε από το επίσης «γκρίζο» φυσικό αέριο.
«Άνθρακες» λοιπόν ο θησαυρός της «πράσινης» μετάβασης μέσω πρώιμης απολιγνιτοποίησης. Αφού το φυσικό αέριο που αντικατέστησε τον λιγνίτη μόνο «πράσινη» μορφή ενέργειας δεν είναι, μια και είναι κι αυτό ορυκτός άνθρακας, έστω και σε πιο καθαρή μορφή από το λιγνίτη.
Αν η πρώτη διάψευση του «πράσινου» success story της απολιγνιτοποίησης ήταν οικολογικού χαρακτήρα, η δεύτερη διάψευση ήταν οικονομικής φύσης. Και ήρθε όταν διαπιστώθηκε ότι η απομάκρυνση από τον εγχώριο και γι’ αυτό φτηνό λιγνίτη, αποδυνάμωσε την ενεργειακή αυτονομία της χώρας και την εξάρτησε ενεργειακά από το εισαγόμενο από τη Ρωσία φυσικό αέριο. Η τιμή του οποίου διεθνώς, από το καλοκαίρι του 2021 και μετά, άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα.
«Άνθρακες» και ο δεύτερος λοιπόν θησαυρός, της οικονομικά επωφελούς απομάκρυνσης από τον λιγνίτη. Αφού η εξάρτηση από το φυσικό αέριο αφενός ευνόησε τα κέρδη των διεθνών καρτέλ του φυσικού αερίου και αφετέρου κόστισε και συνεχίζει να κοστίζει πολύ ακριβά στον Έλληνα καταναλωτή.
Κι ύστερα ήρθε και η τρίτη κατά σειρά διάψευση του success story της απολιγνιτοποίησης, όταν πια κατέρρευσε η κυβερνητική υπόσχεση της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς. Μιας αυτορρύθμισης που θα μείωνε, δήθεν, τις τιμές του φυσικού αερίου και θα ανακούφιζε τους καταναλωτές.
Αντ΄ αυτού, οι Έλληνες διαπιστώσαμε ότι οι τιμές της ενέργειας στη χώρα μας ανέβαιναν πολύ περισσότερο από ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να γίνει από τις χώρες με την ακριβότερη ενέργεια, ακόμη και από τα κράτη της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης με το πολύ υψηλό κόστος ζωής και τους πολύ υψηλούς, αντίστοιχα, μισθούς.
Η αιτία για τη δυσμενή μας θέση στην Ευρώπη όσον αφορά στις ανατιμήσεις, βρίσκεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση θεσμοθέτησε τη λειτουργία του εγχώριου Χρηματιστηρίου Ενέργειας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εμποδίζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Ευνοήθηκε με αυτόν τον τρόπο, αν όχι και να ενισχύθηκε, η κερδοσκοπία των 4 ομίλων παροχής ρεύματος που κατ’ αποκλειστικότητα νέμονται την ελληνική αγορά.
Η εισαγωγή στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας του 100% των ενεργειακών πηγών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που εισήγαγαν ποσοστά μικρότερα του 29% του συνόλου των ενεργειακών πηγών τους, οδήγησε την τιμή του ρεύματος, ανεξάρτητα από την πηγή και ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής, να εξισωθεί δεσμευτικά με την υψηλή τιμή του εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός και της αυτορρύθμισης της ενεργειακής αγοράς. Ακυρώθηκε από την ίδια την κυβέρνηση, η οποία ρυθμίζοντας την εσωτερική ενεργειακή αγορά, δεν άφησε κανένα περιθώριο σε κάποιες ενεργειακές πηγές να καθορίζουν την τιμή τους από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Αφού η τιμή για το σύνολο των ενεργειακών πηγών της χώρας συνδέθηκε υποχρεωτικά και δεσμευτικά με την τιμή του πανάκριβου εισαγόμενου φυσικού αερίου.
Σε αντίθεση με την Γερμανία, για παράδειγμα, αλλά και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που, διατηρώντας το 71% ή και μεγαλύτερα ποσοστά των ενεργειακών πηγών τους εκτός Χρηματιστηρίων Ενέργειας, επέτρεψαν στον ανταγωνισμό να λειτουργεί και να μειώνει τις τιμές, μέσω μεμονωμένων συμβολαίων των παρόχων με τους καταναλωτές.
Οι 4 εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι ηλεκτροπαραγωγής, συν τη ΔΕΗ που ιδιωτικοποιήθηκε εντωμεταξύ επιδόθηκαν, ακολουθώντας τη ρύθμιση του Χρηματιστηρίου, σε ένα όργιο κερδοσκοπίας σε βάρος των καταναλωτών. Αφού παράγουν ενέργεια σε χαμηλές τιμές, αλλά την πουλούν πολλές φορές ακριβότερα από το πραγματικό της κόστος, στο ύψος της τιμής του φυσικού αερίου.
Το σχέδιο που ξεκίνησε με πρόσχημα την απολιγνιτοποίηση και συνεχίστηκε με το «σημάδεμα της τράπουλας» της αγοράς της εγχώριας ενέργειας δεν σταμάτησε εδώ. Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να φορολογήσει τα υπερκέρδη από την ενεργειακή κερδοσκοπία, αν και οι ευρωπαίοι εταίροι μας πρότειναν ενθέρμως στα κράτη μέλη αυτό το μέτρο, ως αντιστάθμισμα στις υπερβολικές ανατιμήσεις.
Με πρόσχημα το δήθεν χρονοβόρο… μέτρημα των υπερκερδών, η φορολόγησή τους καθυστερεί αδικαιολόγητα. Με αποτέλεσμα η κερδοσκοπία να συνεχίζεται ανεμπόδιστα και συγχρόνως να καθυστερεί και η λήψη ευεργετικών μέτρων μείωσης της φορολογίας των καυσίμων και του ΦΠΑ των προϊόντων, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από τη φορολόγηση των υπερκερδών των παρόχων της ενέργειας.
Σήμερα, κάτω από το βάρος των ολέθριων συνεπειών που είχε η επιλογή της απολιγνιτοποίησης και μετά από την αποκάλυψη της ενεργειακής κερδοσκοπίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλάζει τακτική και ανακοινώνει την επιστροφή στον λιγνίτη. Προφασιζόμενη ότι δήθεν ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε τα δεδομένα. Όμως οι συνέπειες του πολέμου δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη στην ευρωπαϊκής αγορά, καθώς η ενεργειακή κρίση, με τις ανατιμήσεις και την αύξηση του πληθωρισμού, έχει ξεκινήσει πολλούς μήνες πριν τη Ρωσική εισβολή.
Τα λάθη πληρώνονται. Ειδικά όταν πρόκειται για… λάθη σαν κι αυτό της απολιγνιτοποίησης, που κόστισαν πολύ ακριβά στην οικονομία και στους καταναλωτές.
Μένει συνεπώς τώρα που η κυβέρνηση οπισθοχώρησε όσον αφορά στην ενεργειακή της πολιτική, να ξεκαθαριστεί πως θα αποζημιωθούν οι χαμένοι από την ολέθρια μέχρι σήμερα πολιτική.
Και συγκεκριμένα, πότε και πόσο θα φορολογηθούν τα μέχρι σήμερα υπερκέρδη των κερδοσκόπων της εσωτερικής αγοράς, σε αντιστάθμισμα της ζημιάς που προκλήθηκε στην οικονομία και στους καταναλωτές.
Κι ακόμη, ποιες πολιτικές ελέγχου των ανατιμήσεων και ποια μέτρα μείωσης ποιων φόρων θα χρηματοδοτηθούν από τη φορολόγηση των υπερκερδών της κερδοσκοπίας.
Το κόστος από την πρόωρη και βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με ένα «με συγχωρείτε, λάθος».
Αν η βλάβη που προκάλεσε στη χώρα η βίαιη και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίηση δεν αποκατασταθεί οικονομικά, τότε η αποκατάστασή της θα έχει βαρύ πολιτικό κόστος για τους υπεύθυνους αυτής της πολιτικής.
* Ο κ. Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής του ΑΠΘ
(naftemporiki.gr)