Το φυσικό αέριο βαπτίζεται ευρέως ως το μεταβατικό καύσιμο. Η ιδέα είναι ότι καθ' οδόν από τον άνθρακα προς τις ΑΠΕ πρέπει να περάσουμε από το αέριο, το οποίο εκλύει τις μισές εκπομπές CO2 μέσω της καύσης του. Όμως, αν δούμε τις χώρες που μείωσαν σημαντικά τον άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, παρατηρούμε ότι ο άνθρακας δεν αντικαταστάθηκε από το αέριο και δεν συμπεριφέρεται ως μεταβατικό καύσιμο.
Οι χώρες μειώνουν τον άνθρακα, όμως η κατανάλωση αερίου δεν αυξάνεται, αλλά παραμένει ίδια ή μειώνεται. Η Βρετανία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 2012 η παραγωγή με άνθρακα κορυφώθηκε στο 40%. Σήμερα ο άνθρακας παράγει λιγότερο από το 3% του ηλεκτρισμού και πρόκειται να αποσυρθεί εντελώς από το 2024.
Στις δύο τελευταίες δεκαετίες, η ζήτηση για αέριο παρέμεινε σταθερή. Επιπλέον, τόσο το αέριο, όσο και τα πυρηνικά χαρακτηρίστηκαν από μια σχετική πτώση κατά την τελευταία πενταετία. Η Γερμανία είναι μια μοναδική περίπτωση λόγω της δέσμευσής της να κλείσει τους πυρηνικούς σταθμούς ως τα τέλη του 2022. Κατά την τελευταία δεκαετία μείωσε το ποσοστό του άνθρακα κατά 44% και των πυρηνικών κατά 49%. Εν μέσω αυτής της τεράστιας πτώσης, η παραγωγή με αέριο αυξήθηκε μόλις 13% (ή σε απόλυτους όρους 1,9%).
Με ορισμένες προσωρινές και εποχιακές διακυμάνσεις, η ίδια τάση εμφανίζεται στη Δανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ζήτηση για αέριο παραμένει σταθερή ή μειώνεται παρά τη διαθεσιμότητα αδρανούς ηλεκτροπαραγωγής με αέριο που μπορεί να ανοίξει με το πάτημα ενός κουμπιού.
Μεταξύ του 2010 και του 2020 η παραγωγή με άνθρακα στην Ε.Ε. (συν την Βρετανία) μειώθηκε κατά το μισό. Το αέριο δεν αντικατέστησε τη χαμένη παραγωγή άνθρακα, αλλά αντιθέτως μειώθηκε ελαφρώς κατά 7%. Η τάση αυτή είναι εμφανής και διεθνώς - τα τελευταία δέκα χρόνια η παραγωγή με άνθρακα υποχώρησε από το 40% στο 34% με το μερίδιο του αερίου σταθερό κοντά στο 22%. Υπάρχουν εθνικές εξαιρέσεις στον κανόνα, όμως δεν αλλάζουν την ευρύτερη τάση.
Η πραγματικότητα είναι ότι το αέριο δεν αντικαθιστά τον άνθρακα. Μέχρι σήμερα ο άνθρακας αντικαταστάθηκε κυρίως με ΑΠΕ και ενισχυμένη αποδοτικότητα στην ηλεκτροπαραγωγή. Οι άλλοι δύο τομείς κατανάλωσης αερίου, τα κτήρια και η βιομηχανία επίσης δεν στηρίζουν την ιδέα του αερίου ως μεταβατικό καύσιμο. Και στους δύο τομείς η τάση είναι να απομακρύνονται από το αέριο.
Χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία, η Αυστρία και άλλες με υψηλό βαθμό χρήσης αερίου για θέρμανση εισάγουν πολιτικές περιορισμού του και αντικατάστασης με αντλίες θερμότητας, μόνωση και ΑΠΕ. Ο κλάδος επίσης εξετάζει το υδρογόνο. Η προσδοκία ότι το αέριο θα είναι μεταβατικό καύσιμο στις μεταφορές επίσης δεν υλοποιείται. Τα ηλεκτρικά οχήματα κέρδισαν ήδη τον αγώνα στα επιβατικά και είναι πιθανό ότι θα συμβεί το ίδιο στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων και τα ΜΜΜ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τάση του αερίου να μην αντικαθιστά τον άνθρακα έλαβε χώρα όταν οι τιμές του αερίου ήταν χαμηλές και το κόστος των ΑΠΕ και των μπαταριών ακόμα υψηλό. Με τη δραματική πτώση του κόστους των ΑΠΕ και των μπαταριών και την ξέφρενη άνοδο της τιμής αερίου, το αέριο μάλλον θα αρχίσει να ακολουθεί τη ραγδαία μείωση του άνθρακα. Αν προσθέσουμε την πιο φιλόδοξη μείωση εκπομπών της Πράσινης Συμφωνίας, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το αέριο δεν έχει ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση. Ο ρόλος αυτός, όμως, δεν είναι ως μεταβατικό καύσιμο και μπορεί να περιγραφεί μάλλον ως καύσιμο τελευταίου καταφυγίου - όταν η ενεργειακή αποδοτικότητα, οι ΑΠΕ, η αποθήκευση και η διαχείριση της ζήτησης αφήνουν κενό, τότε μπορεί να καλυφθεί με το αέριο.
Στο κάτω-κάτω, το αέριο εξακολουθεί να δρα ως καύσιμο που εξισορροπεί τη στοχαστική παραγωγή ΑΠΕ, αν και δεν πρέπει να υπερτονίζουμε αυτό το ρόλο. Μια ευρεία ποικιλία τεχνολογιών προχωρά για την εξισορρόπηση των ηλεκτρικών συστημάτων. Οι μπαταρίες είναι μόνο μια , αλλά η ενσωμάτωση των αγορών, η διανοσυνοριακή συνδεσιμότητα, η ψηφιοποίηση, οι γραμμές HVDC αποτελούν επίσης λύσεις. Το αέριο ενεργεί όλο και περισσότερο στο περιθώριο, παρά ως μια κύρια τεχνολογία. Τα περιθώρια είναι απαραίτητα και πολλά, όμως θα παραμείνουν ακριβώς αυτό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο μεταβατικός χαρακτηρισμός του αερίου είναι ένα σύνθημα δημοσίων σχέσεων του κλάδου, απλά μια φράση, μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης και τίποτα άλλο από ζήτημα ορισμού. Όμως η ορολογία έχει σημασία. Η πολυσυζητημένη ευρωπαϊκή ταξονομία για τις αειφόρες δραστηριότητες αποτελεί τη βασική γλώσσα. Χαρακτηρίζει τα πράγματα αειφόρα ή μη με βάση αυστηρούς απαγορευτικούς κανόνες και ποινές. Πάντως, διεξάγεται μια φορτισμένη διαμάχη σχετικά με αυτούς τους όρους και ο αγώνας για να χαρακτηριστεί το αέριο ως πράσινο είναι έντονος.
Η βάπτιση του αερίου ως μεταβατικό καύσιμο ή η πιο ευαίσθητη γραφειοκρατική ορολογία "μεταβατική δραστηριότητα" είναι το βασικό επιχείρημα για να συμπεριληφθεί στην ταξονομία ως πράσινο καύσιμο. Αυτή η βάπτιση θα επηρεάσει πολλές επενδυτικές αποφάσεις, δημόσιες πολιτικές και δαπάνες. "Το αέριο είναι μεταβατικό καύσιμο" είναι η κύρια δικαιολόγηση που επιτρέπει στις χώρες να κατασκευάζουν μονάδες αερίου με βάση το αξίωμα "μην κάνεις ζημιά". Όταν εξετάζεται η επιλεξιμότητα των μονάδων αερίου, η Κομισιόν απαιτεί η νέα αυτή παραγωγή να "έχει ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη απόσυρση μιας πιο ρυπογόνου μονάδας άνθρακα και/η μονάδας παραγωγής θερμότητας (δηλαδή άνθρακας, λιγνίτης ή πετρέλαιο) με τουλάχιστον την ίδια ισχύ". Με άλλα λόγια, αν μια χώρα χάσει 1 γιγαβάτ άνθρακα, τότε δεν θα κάνει ζημιά αν δημιουργήσει 1 γιγαβάτ αερίου.
Κοιτώντας την υφιστάμενη τάση όπου το αέριο δεν αντικαθιστά τον άνθρακα, ο κανόνας αυτός σημαίνει απλά ότι η Κομισιόν ωθεί ενεργά τις χώρες να κατασκευάσουν αχρείαστη ισχύ αερίου και επιπλέον παρέχει οικονομική στήριξη. Όταν εφαρμόζεται στο φυσικό αέριο, το παραπάνω αξίωμα θα προκαλέσει ζημιά κυρίως στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που δεν έχουν διαθέσιμη ισχύ αερίου και θα χρειαστεί να επενδύσουν σε νέες μονάδες ώστε "να μην κάνουν ζημιά". Αυτή η πολύ ακριβή ειρωνία μονάχα θα εντείνει το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και σε λίγα χρόνια θα δούμε πως η Πράσινη Συμφωνία είναι πολύ πιο πράσινη στη Δύση, αλλά όχι τόσο πράσινη και κερδοφόρος και επωφελής για την Ανατολή.
(Αναδημοσίευση από Euractiv)